- διάπλεως
- διάπλεως, ων,A brim-full,
τινός Cratin.280
, Plu.2.551a: Pl.,διάπλεα Thphr.CP2.1.4
: fem.διάπλεαι Plu.Tim.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινός Cratin.280
, Plu.2.551a: Pl.,διάπλεα Thphr.CP2.1.4
: fem.διάπλεαι Plu.Tim.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάπλεως — διάπλεως, ων και διάπλεος, ον (AM) 1. υπερπλήρης, κατάμεστος 2. ο γεμάτος από κάτι, που διαθέτει κάτι σε αφθονία … Dictionary of Greek
διάπλεως — διάπλεω̆ς , διάπλεως brim full adverbial διάπλεω̆ς , διάπλεως brim full masc/fem nom pl διάπλεω̆ς , διάπλεως brim full masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπλεα — διάπλεως brim full nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπλεων — διάπλεω̆ν , διάπλεως brim full masc/fem/neut gen pl διάπλεω̆ν , διάπλεως brim full masc/fem acc sg διάπλεω̆ν , διάπλεως brim full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπλεω — διάπλεω̆ , διάπλεως brim full masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάπλεω̆ , διάπλεως brim full masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπλεος — ον βλ. διάπλεως … Dictionary of Greek